-
1 добыча
добыча ж 1) (на охоте) η λεία, το θήραμα 2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη* * *ж1) ( на охоте) η λεία, το θήραμα2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη -
2 гладкоствольный
-
3 дуван
-а α. παλ.1. μοιρασιά θηράματος, εσόδου ή λείας.2. θήραμα• λεία, αρπαγή, πλιάτσικο•дуван дуванить μοιράζω τη λεία.
-
4 излом
1. (поверхность, образующаяся после разрушения образца или изделия) η επιφάνεια θραύσηςблестящий - αστραφτερή -, γυαλιστερή -2. (поворот, изгиб) η καμπύλη, το τσάκισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излом
-
5 микрошлиф
η μικροτομήτο μικρό δείγμα (με λεία επιφάνεια) για χημική έρευνα/εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрошлиф
-
6 поверхность
η επιφάνει/α, το εμβαδόνвинтовая - мат. ελικοειδής -лицевая - (строительного камня) η έξω/κατεργασμένη - (του οικοδομικού λίθου)ненесущая - ав. μη φέρουσα -несущая - ав. φέρουσα -оптически плоская - (опт.элн.) οπτικά επίπεδη -тепловоспринимающая - см. теплопогло -щающая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поверхность
-
7 гладкий
гладк||ийприл1. (ровный) λείος, ίσιος, ὁμαλός:\гладкийая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά \гладкийая стена ὁ γυμνός τοίχος· \гладкий лоб τό ἰσιο μέτωπο·2. перен (плавный) ὁμαλός, ρέων3. (холеный, сытый) разг καλοθρεμμένος, παχουλός· ◊ с него́ взятки \гладкийи разг δέν ἐχει νά βγεί τίποτε ἀπ' αὐτόν. -
8 добыча
добыч||аж1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:\добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός. -
9 зеркальный
зеркальныйприл1. τοῦ καθρέφτη, τοῦ κατόπτρου:\зеркальный шкаф ἡ ντουλάπα μέ καθρέφτη·2. перен γυάλινος, λείος:\зеркальныйая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά ◊ \зеркальныйое стекло́ τό γυαλί τοῦ καθρέφτη. -
10 планка
планкаж τό πέταυρο[ν], ἡ πλάκα, τό σανιδάκι:металлическая \планка ἡ λεία μεταλλική πλακά. -
11 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
12 утрата
утрат||аж ἡ ἀπώλεια, τό χάσιμο/ ἡ στέρηση [-ις] (прав и т. п.):\утрата трудоспособности ἡ ἀπώλεια Ικανότητας γιά δουλειά· понести \утратау ὑφίσταμαι ἀπώ-λεια[ν]. -
13 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
14 выгореть
-
15 гладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко.1. ομαλός, λείος, ίσιος, γλιστερός•-ая1 поверхность λεία επιφάνεια.
|| ευθύς, ίσιος•-ие волосы ίσια μαλλιά (όχι κατσαρά).
|| απλό κόψιμο•-ое платье απλό φόρεμα, μονόχρωμο, χωρίς σχέδια.
2. μτφ. ρέων, ομαλός (για στίχους, λόγο κ.τ.τ.).3. (απλ.) καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος.εκφρ.с него взятки гладки – απ αυτόν δε βγάζεις (δεν παίρνεις) τίποτε. -
16 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
17 добыча
-и θ.1. εξαγωγή, εξόρυξη•добыча каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου.
|| επίτευξη, επίτευγμα. || λεία, λάφυρο.2. θήραμα, άγρα, κυνήγι.3. το εξορυγμένο προϊόν, η παραγωγή.4. καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βορά•дом стал -ей огня το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός.
-
18 дуванить
ρ.δ. ц. παλ. μοιράζω τη λεία. -
19 занять
занять 1ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)δανείζομαι χρήματα.занять 2займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.
|| πιάνω θέση•судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.
|| πιάνω υπηρεσιακή θέση•занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.
|| παίρνω θέση σε αγώνισμα.2. κυριεύω•занять крепость κυριεύω φρούριο.
3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.εκφρ.дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή. -
20 изрыскать
-аю, -аешь κ. рыщу, -рыщешь ρ.δ.μ.περιφέρομαι, γυρίζω ψάχνοντας•волк -ал весь лес в поисках добычи ο λύκος γύρισε όλο το δάσος για να βρεί λεία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεία — λείᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc/acc dual λείᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc/acc dual λεί̱ᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείᾳ — λείᾱͅ , λεία tool for smoothing stone fem dat sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱͅ , λεῖος smooth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
λεία — η 1. ό,τι αρπάζει ο νικητής από τον ηττημένο, λάφυρα από λεηλασία: Η λεία του πολέμου. 2. το θήραμα των σαρκοβόρων ζώων: Οι αντιλόπες αποτελούν λεία των λιονταριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεῖα — λεῖος smooth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείας — λείᾱς , λεία tool for smoothing stone fem acc pl λείᾱς , λεία tool for smoothing stone fem gen sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱς , λεῖος smooth fem acc pl λεί̱ᾱς , λεῖος smooth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείαν — λείᾱν , λεία tool for smoothing stone fem acc sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱν , λεῖος smooth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειῶν — λεία tool for smoothing stone fem gen pl λειόω make smooth pres part act masc voc sg (doric aeolic) λειόω make smooth pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λειόω make smooth pres part act masc nom sg λειόω make smooth pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖαι — λεία tool for smoothing stone fem nom/voc pl λεῖος smooth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείαις — λεία tool for smoothing stone fem dat pl λεί̱αις , λεῖος smooth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείη — λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (epic ionic) λεί̱η , λεῖος smooth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)